κυλλοῦ

κυλλοῦ
κυλλός
club-footed and bandy-legged
masc/neut gen sg
κυλλόω
crook
pres imperat mp 2nd sg
κυλλόω
crook
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύλλου — κυλλόω crook pres imperat act 2nd sg κυλλόω crook imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύλλου Πήρα — Πηγή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή της σημερινής Καισαριανής, στην τοποθεσία Κίλλεια. Βλ. λ. Κίλλεια …   Dictionary of Greek

  • Καισαριανής, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που… …   Dictionary of Greek

  • Κίλλεια — Αρχαία τοποθεσία στην Αττική, κοντά στον Υμηττό. Ονομαζόταν επίσης ΚίλληΚύλλη. Στην τοποθεσία αυτή υπήρχε μια πηγή με ιαματικό νερό, που ονομαζόταν Κύλλου πέραν, κοντά στην οποία βρισκόταν ιερό της Αφροδίτης. Η Κ. ήταν πολυσύχναστος τόπος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”